συμμορίτης

συμμορίτης
ο , συμμορίτηςισσα η бандит, -ка, член шайки, банды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμμορίτης" в других словарях:

  • συμμορίτης — member of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορίτης — ο, ΝΑ, θηλ. συμμορίτισσα Ν νεοελλ. μέλος συμμορίας αρχ. μέλος καθεμιάς από τις φορολογούμενες ομάδες στις οποίες ήταν διαιρεμένοι οι ευπορότεροι Αθηναίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία + κατάλ. ίτης (πρβλ. ἐρημ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • συμμορίτης — ο θηλ. συμμορίτισσα μέλος μιας συμμορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμορίται — συμμορίτης member of a masc nom/voc pl συμμορίτᾱͅ , συμμορίτης member of a masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμοριτῶν — συμμορίτης member of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορίτας — συμμορίτᾱς , συμμορίτης member of a masc acc pl συμμορίτᾱς , συμμορίτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμοριτικός — ή, ό και συμμορίτικος, η, ο, Ν [συμμορίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμμορίτη ή στη συμμορία …   Dictionary of Greek

  • συμμοριτισμός — ο, Ν το σύνολο τών συμμοριών και η δράση τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • συμμοριτοπόλεμος — ο, Ν πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο πόλεμος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»